- ἐπακτίᾳ
- ἐπακτίᾱͅ , ἐπάκτιοςon the strandfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπάκτια — ἐπάκτιος on the strand neut nom/voc/acc pl ἐπάκτιος on the strand neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπακτίας — ἐπακτίᾱς , ἐπάκτιος on the strand fem acc pl ἐπακτίᾱς , ἐπάκτιος on the strand fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπακτίαν — ἐπακτίᾱν , ἐπάκτιος on the strand fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επάκτιος — α, ο (Α ἐπάκτιος, α, ον και ος, ον) αυτός που βρίσκεται πάνω ή κοντά στην ακτή, παράλιος, παραθαλάσσιος (α. «νέμος ἐπάκτιον», άλσος παραθαλάσσιο Σοφ.) β. «επάκτιο πυροβολείο») νεοελλ. 1. «επάκτια οστά» βλ. επακταία οστά 2. ναυτ. «επάκτια… … Dictionary of Greek
επακταία οστά — τα ανατ. υπεράριθμα μικρότατα οστά που παρεμβάλλονται μερικές φορές στις ραφές τού κρανίου αλλιώς επάκτια ή επακτά ή βορμιανά ή εμβόλιμα οστά … Dictionary of Greek
ναυτικό — Το σύνολο των πλοίων και των κάθε είδους πλωτών μέσων, των λιμανιών, των ναυτικών εγκαταστάσεων και των πληρωμάτων, με τα οποία αναπτύσσεται η ανθρώπινη δραστηριότητα στη θάλασσα. Διακρίνεται στο εμπορικό ν. ή εμπορική ναυτιλία, που ασχολείται με … Dictionary of Greek
παρηονίτις — ίτιδος, ἡ, Α αυτή που βρίσκεται στην ακτή, η επάκτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἠϊών, όνος «παραλία, όχθη, ακτή» + επίθημα ῖτις] … Dictionary of Greek
Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… … Dictionary of Greek
επάκτιος — α, ο που είναι στην ακτή ή κοντά σ αυτή, παράκτιος, παράλιος: Επάκτια πυροβολεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)